- συντελεστής
- Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός ορισμένων ορίων, επειδή αυτοί προσλαμβάνουν διαφορετικές τιμές με τη μεταβολή των φυσικών μεγεθών από τα οποία εξαρτιέται η τιμή τους. Σ. εμφανίζονται στις σχέσεις που περιγράφουν την πορεία πολυάριθμων φαινόμενων, όπως, π.χ., εκείνων της τριβής, της απορρόφησης, της θερμικής διαστολής, του ιξώδους.
Στα μαθηματικά, ο όρος σ. χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις. Στη στοιχειώδη άλγεβρα κάθε μονώνυμο ενός γράμματος, π.χ. του x, «συντίθεται» από το κύριο μέρος του, έστω xv, και από το συντελεστή του, έστω α: αxν. Ο συντελεστής α μπορεί να είναι μια παράσταση, που «συντίθεται» από διάφορα γράμματα, π.χ. (β-2γ + λ)xν.
Ο β-2γ + λ είναι ο συντελεστής του μονώνυμου. Στο ανάπτυγμα της δύναμης (α + β)ν (διώνυμο του Νεύτωνα) οι σ. των μονωνύμων του λέγονται: συντελεστές του διώνυμου του Νεύτωνα· είναι οι αριθμοί: 1,v,
Επίσης οι σ. των πολυώνυμων του Λεζάντρ (*συναρτήσεις) ονομάζονται σ. του Λεζάντρ.
* * *ο, ΝΜΑ, θηλ. συντελέστρια Α [συντελῶ]νεοελλ.1. μαθ. αριθμός ή γράμμα που παριστάνει έναν σταθερό αριθμό με τον οποίον πολλαπλασιάζεται μια μεταβλητή σε μια εξίσωση2. φυσ. μέγεθος χαρακτηριστικό ορισμένων φυσικών ιδιοτήτων, το οποίο, γενικά, εκφράζεται ως λόγος, μερικές φορές και ως γινόμενο, δύο διαφορετικών φυσικών μεγεθών (α. «συντελεστής θερμικής διαστολής» β. «συντελεστής ιξώδους»)3. φρ. α) «συντελεστής διευθύνσεως ευθείας»μαθ. (στην αναλυτική γεωμετρία) η κλίση τής ευθείας ως προς τον άξονα xβ) «αριθμητικός συντελεστής [ή παράγοντας]»φυσ. λόγος δύο όμοιων φυσικών μεγεθών που χρησιμεύει για τον χαρακτηρισμό τών ιδιοτήτων ενός σώματος ή μιας διάταξηςγ) «συντελεστής ισχύος»(ηλεκτρ.) ο λόγος τής πραγματικής ισχύος εναλλασσόμενου ρεύματος, σε βατ, προς την φαινομένη ισχύ, σε βολτ-αμπέρ, ο οποίος ισούται με το συνημίτονο τής διαφοράς φάσης μεταξύ ρεύματος και τάσηςδ) «συντελεστής αποδοτικότητας»(οικον.) αριθμός που δείχνει ποια είναι η αναμενόμενη απόδοση, το κέρδος, ανά μονάδα ενός οικονομικού μεγέθους αναφοράςε) «συντελεστής παραγωγής» ή «παραγωγικός συντελεστής»(οικον.) καθένας από τους βασικούς οικονομικούς παράγοντες που ο συνδυασμός τους δίνει τη δυνατότητα παραγωγής ενός προϊόντος, όπως είναι οι φυσικοί πόροι, το κεφάλαιο και η εργασίαστ) «συντελεστής αποτελεσματικότητας»(οικον.) αριθμός που συνδέει την ποσότητα τού παραγόμενου προϊόντος με την ποσότητα τών χρησιμοποιούμενων παραγωγικών συντελεστώνζ) «συντελεστής κεφαλαίου»(οικον.) όρος τής εφαρμοσμένης οικονομικής και, ειδικότερα, τής οικονομικής τών εκμεταλλεύσεων, που αναφέρεται στη σχέση μεταξύ πραγματοποιηθέντος κέρδους και απασχοληθέντος κεφαλαίου και δίνεται από τη σχέση k = κέρδος: κεφάλαιοη) «τεχνολογικός συντελεστής»(οικον.) αριθμός που εκφράζει την ποσότητα ενός προϊόντος που πρέπει να καταναλωθεί, προκειμένου να παραχθεί μια μονάδα από την ποσότητα ενός άλλου προϊόντοςθ) «υποκατάσταση συντελεστών παραγωγής»(οικον.) η δυνατότητα που υπάρχει μεταξύ χρησιμοποιούμενων παραγωγικών συντελεστών να υποκαθιστούν ο ένας τον άλλο, τουλάχιστον σε ορισμένη έκταση, για την παραγωγή δεδομένης ποσότητας προϊόντοςνεοελλ.-μσν.άτομο ή πράγμα που συντελεί, που συμβάλλει σε κάτι, παράγοντας (α. «κυριότεροι συντελεστές τής νίκης ήταν το θάρρος, η αποφασιστικότητα και η γενναιότητα τών αγωνιστών» β. «τῷ συντελεστῇ τῶν καλῶν θεῷ χάρις», Αν. Κρ.)αρχ.1. μέλος συλλόγου γαιοκτημόνων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την συλλογή και την καταβολή τών φόρων τών γαιών τών μελών του2. αυτός που ρυθμίζει τη δασμολόγια.
Dictionary of Greek. 2013.